κυνορτικός

κυνορτικός
κῠνορτικός, ή, όν,
A urging on hounds,

σύριγμα S.Ichn.167

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυνορτικός — κυνορτικός, ή, όν (Α) αυτός που παροτρύνει τα κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὄρνυμι «ξεσηκώνω, παροτρύνω»] …   Dictionary of Greek

  • κυνορτικόν — κυνορτικός urging on hounds masc acc sg κυνορτικός urging on hounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”